- ευπάτειρα
- εὐπάτειρα και εὐπατέρεια, ἡ (ΑΜ)1. (επιθ. τής Ελένης, τής Τυρώς και γεν. γυναικών) αυτή που κατάγεται από ευγενή πατέρα («Ἑλένην εὐπατέρειαν», Ομ. Ιλ.)2. (για οίκους) αυτός που ανήκει σε οικογένεια ευγενών («ναίεις εὐπατέρειαν αὐλάν», Ευρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πατήρ].
Dictionary of Greek. 2013.